Η μουσική


Κείμενα - έρευνα: Τάσος Ανδριώτης

Οι καραγκιοζοπαίκτες από τις αρχές του 1900 έπαιζαν με συνοδεία μουσικών. Ένας βιολιτζής ή ένας κλαριντζής ήταν πολύτιμος διότι κάθε φιγούρα που βγαίνει έχει και το χαρακτηριστικό τραγούδι της.
Η έναρξης κάθε παράστασης ξεκινάει με τον Καραγκιόζη να χορεύει χασαποσέρβικο, ο Χατζηαβάτης τραγουδάει σμυρναίικα, ο Σιορ-Διούσιος ζακυνθινές καντάδες, ο Σταύρακας ρεμπέτικα, ο Μπαρμπαγιώργος δημοτικά, οι τούρκοι αμανέδες κλπ.
Πολύς κόσμος πήγαινε στις παραστάσεις κατά κύριο λόγω για να ακούσει μουσική.
Η μουσική του ελληνικού θεάτρου σκιών συγκεντρώνει όλα τα παραδοσιακά μουσικά στοιχεία από κάθε περιοχή της Ελλάδας κι όχι μόνο.
Πολλές φορές οι τραγουδιστές και τα τραγούδια αναφέρονταν στο διαφημιστικό πρόγραμμα π.χ. σε διαφήμιση για την παράσταση «Κατσαντώνης»:
«Απόψε στου Χαρίδημου ο Σωτήρης Καπρούλιας στο «Τούρκοι βαστάτε τ’ άλογα».

Πολλοί καραγκιοζοπαίκτες ήταν άριστοι στο τραγούδι αλλά έπαιρναν τραγουδιστές και μουσικούς για πιο ωραία ή για να ξεκουράζονται. Γι’ αυτούς που δεν είχαν καλή φωνή στο τραγούδι ήταν απαραίτητο. Πολλοί που δεν είχαν μουσικούς μαζί τους ή δεν είχαν χρήματα να τους πληρώσουν ή έτσι τους άρεσε, μαθαίνανε λίγα πράγματα από μπουζούκι και τραγουδούσαν οι ίδιοι στις παραστάσεις τους. Μάλιστα ήταν η εποχή όπου κυνηγιόντουσαν οι μπουζουξήδες διότι το μπουζούκι εκείνα τα χρόνια ήταν παρεξηγημένο όργανο λόγω ότι ήταν συνδεμένο με τους τεκέδες και την παρανομία. Ο καραγκιοζοπαίκτης Βασίλαρος (Βασίλης Ανδρικόπουλος) ο οποίος έπαιζε καλό μπουζούκι, το είχε σκεπασμένο με μια κουβέρτα κι έλεγε στον βοηθό του τότε Γιάνναρο (Γιάννη Μουρελάτο): «Κρύφτο για να μη μας περάσουνε για χασικλήδες!».

Σπουδαίοι καραγκιοζοπαίκτες-τραγουδιστές ήταν ο Μίμαρος (Δημήτρης Σαρδούνης), Γιάννης Ρούλιας, Μέμος Χριστοδούλου, Δημήτρης Μανωλόπουλος, Χρήστος Κόντος, Νάσος Φωτεινός, Χρήστος Κούκος, Ανδρέας Αρακόπουλος (Κουτσαντρέας), Βασίλαρος (Βασίλης Ανδρικόπουλος), Ορέστης (Ανέστης Βακάλογλου), Παντελής Μελλίδης και ο αδερφός του Τάκης (Ευστράτιος), Δημήτρης Μεϊμάρογλου, Σωτήρης Καπρούλιας, Αντώναρος (Αντώνης Πλέσσας), Απόστολος Καραστεργιόπουλος (Τόλιας), Λευτέρης Σπηλιωτόπουλος, Κώστας Πιερακέας (Αρεοπολίτης), Διονύσης Πάτρας, Πέτρος Δώριζας, Βασίλης Αγαπητός (Ζεστός),  Ανδρέας Σωτηρόπουλος, Σπύρος Κούζης (Κούζαρος), Άκης απ’ την Αμφιλοχία, Νικόλας Ξυδιάς, Μάρκος Ξανθάκης (Ξάνθος), Θανάσης Δεδούσης (Δεδούσαρος), Γιάννης Δεδούσης (Δεδούσαρος), Χρήστος Γαζέπης ή Γαζεπίδης, Αντώνης Πάστας ή Μπάστας, Μήτσος Δουκάκης, Μάρκος Σαντορινιός, Γιάννης Μώρος, Σωτήρης Αποστολίδης, Διονύσης Γράψας, Γιάννης Παπακωνσταντίνου, Λευτέρης Σπηλιωτόπουλος, Αργύρης Παπαργύρης ή Παπαγεωργίου, Ανδρέας Βουτσινάς, Λιάς Τσαπαρέλης, Κώστας Νταμαδάκης (Καρεκλάς), Σωτήρης Καπρούλιας, Ντίνος Καλογεράς (Θεοδωρόπουλος), Μανώλης Καρυστινός (Μανώλαρος), Αθανάσιος Κατσάρας (Νάσος), Λιάς Τσαπαρέλης, Θεόδωρος Γιωργάκης, Παναγιώτης Γρέμενας ή Γριμίνας, Βασίλης Ντάλας, Αλέκος Σακελλαρόπουλος (Γάμπαρας), Δημήτρης Μπουλντόκ, Δημήτρης Παντόφλας, Κώστας Θεοδωρόπουλος, Δημήτρης Κουτσούρης, Σίμος Γκαρής, Αθανάσιος Κατσάρας (Νάσος), Ανδρέας Αγιομαυρίτης, Αλέκος Μαυρομμάτης, Γιάννης Χέλμης (Περίχαρος), Γιώργος Γερμανός, Γιάννης Ιατρίδης (Γιατρέλλης), Ηρακλής Φραμπρίτσας, Κώστας Καράμπαλης και τα παιδιά του Θέμης, Σπύρος και Μάρκος Καράμπαλης κ.α.

Από το θέατρο σκιών δεν έλειψαν συνεργασίες με γνωστούς καλλιτέχνες της εποχής όπως τραγουδιστές του παραδοσιακού, ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού που συνόδευαν τους καραγκιοζοπαίκτες σε παραστάσεις τους. Ονόματα όπως ο Κώστας Ρούκουνας, Δημήτρης Αραπάκης, Γιώργος Παπασιδέρης, Μάρκος Βαμβακάρης, Δημήτρης Γκόγκος (Μπαγιαντέρας), Πέτρος Κυριακός, Ιάκωβος Μοντανάρης (Γιακουμής), Μιχάλης Γενίτσαρης, Παναγιώτης Μιχαλόπουλος, Γιώργος Μπουράς, Γιώργος Μουφλουζέλης κ.α. Ακόμα και σπουδαίοι μουσικοί της εποχής όπως ο Γιάννης Δραγάτσης (Ογδοντάκης), Γιώργος Μουζάκης κ.α. οι οποίοι πολλές φορές εκτός το ότι τραγουδούσαν στους καραγκιοζοπαίκτες, παρακολουθούσαν και παραστάσεις γοητευμένοι.

Ο ρεμπέτης Μιχάλης Γενίτσαρης αναφέρει:
«Ο Καραγκιόζης μ' άρεσε πολύ γιατί είχε το στυλ του ρεμπέτη. Από πιτσιρικάς πήγαινα στους μπερντέδες του Πειραιά.»

Ο ρεμπέτης Δημήτρης Γκόγκος (Μπαγιαντέρας) αναφέρει:
«Παρότι τυφλός, πήγαινα τακτικά στο μπερντέ.»

Ο μαθητής του Αντώνη Μόλλα, Μανώλης Μαντζουράνης θυμάται:

«Ο Μάρκος Βαμβακάρης ερχόταν συχνά στον μπερντέ του Μόλλα. Μια φορά μας συνεχάρει πίσω απ' το μπερντέ και σε λίγη ώρα ήρθε η αστυνομία και μας πήγε στο τμήμα για ανάκριση γιατί νόμιζαν ότι ο Μάρκος μας έδωσε ''πράμα''!»

Ο καραγκιοζοπαίκτης Γιάνναρος (Γιάννης Μουρελάτος) αναφέρει για το Μάρκο Βαμβακάρη:

«Το ’62 που ήμουνα στο Μεσολόγγι, είχε κατέβει και ο Βαμβακάρης με τα παιδιά του κι έπαιζε στον Χτενά, απέναντι από το καφενείο «Η Βίγλα». Ιστορικό καφενείο του 1800 τόσο. Ανάμεσα στη βίγλα και στο καφενείο ήταν ένα οικόπεδο και εκεί είχα φτιάξει θέατρο και έπαιζα. Το είδε ο Μάρκος και ρώτησε ποιος είναι ο καραγκιοζοπαίχτης. Πήγα και γνωριστήκαμε και κουβεντιάσαμε για κάτι συναδέλφους, τον Χαρίδημο, τον Μώρο και άλλους. Μου λέει ο Μάρκος «Το βράδυ θα έρθω και θα σου παίξω ένα σαμπάχ.» Πράγματι ήρθε και δεν είπε μόνο ένα σαμπάχ, δεν είπε μόνο ένα ταξίμι, δε βάρεσε μόνο ένα ραστ. Αυτός ο άνθρωπος εκείνο το βράδυ πήρε κατήφορο και δε σταμάταγε με τίποτα. Τα χειροκροτήματα απ’ έξω, η ησυχία που έκανε ο κόσμος! Δεν τον ενδιέφερε τον κόσμο η παράσταση του Καραγκιόζη, όσο του άρεσε ν’ ακούει αυτό τον άνθρωπο να τραγουδάει.»

Επίσης ο Γιάνναρος διηγείται τη συνεργασία του με τον τραγουδιστή του δημοτικού τραγουδιού Γιώργο Παπασιδέρη:

«Ο Παπασιδέρης είχε ένα θεατράκι στα Παλούκια στη Σαλαμίνα. Έβαζε θέατρο, Καραγκιόζη, κινηματογράφο. Εκεί έδωσα παράσταση και στον Κατσαντώνη έπαιξε κιθάρα και τραγούδησε ο ίδιος το «Βαστάτε τούρκοι τ’ άλογα» που το έχω φυλάξει σε κασέτα.
Ήταν το 1968 που έπαιζα στου Μαρούδα και πέρασε ο Παπασιδέρης για να πάει στο πανηγύρι στο Σανταμέρι. Πέρασε ο Μπαρμπαγιώργς και με κάλεσε να πάω να παίξω στα Παλούκια τον επόμενο χρόνο. Πήγα για δυο χρόνια, δούλεψα καλά αλλά ήταν κουραστικά γιατί θέλανε όλο ηρωικά έργα, όχι κωμωδία, όλο τσαρούχι, κάθε μέρα γιαταγάνι να σκοτώνει τούρκους. Είχε καλό κρασί και όλοι ήταν πιωμένοι.
Ο Παπασιδέρης ήταν άνθρωπος. Αυτό τα λέει όλα. Ήταν αρβανίτης στην καταγωγή και η πρώτη φωνή. Όταν καθότανε στην καρέκλα να τραγουδήσει ήταν εκκλησία, αλλά και στην εκκλησία την Κυριακή έψελνε και πήγαινε κόσμος να τον ακούσει.»

Επίσης ο Γιάνναρος αναφέρει κι άλλους τραγουδιστές που περάσανε στον Καραγκιόζη:

«Όταν πρωτοπήγα βοηθός του Βασίλαρου (Βασίλη Ανδρικόπουλου), μου άρεσε πολύ η ευρωπαϊκή μουσική και γενικά η ξένη μουσική. Ταγκό, βαλς, ρούμπα και άλλοι ρυθμοί της εποχής. Αυτοί οι ρυθμοί αρέσανε τότε στους πατρινούς και το ρεμπέτικο ακουγόταν πολύ λίγο. Ο Βασίλαρος, εκτός από καλός μάστορας, έπαιζε και καλό μπουζούκι. Στην Καλαμάτα, το καλοκαίρι του ’61 γνωρίσαμε το Μιχαλόπουλο, το γνωστό τραγουδιστή και ο Βασίλαρος του έδεινε ένα καλό μεροκάματο να τραγουδάει μέσα στη σκηνή για τις ανάγκες της παράστασης. Τότε είχαν κατέβει στον «Παράδεισο» στο κέντρο, ο Ρούκουνας κι ο Αραπάκης και είδα φιλιά και χαιρετούρες με το Βασίλαρο και μου ‘κανε εντύπωση. Βλέπεις, οι ρεμπέτες κι οι καραγκιοζοπαίχτες συνεργάστηκαν στον Καραγκιόζη, στο θέμα της μουσικής του. Πολλοί ρεμπέτες περάσανε μέσα από το χώρο του Καραγκιόζη, είτε σαν τραγουδιστές, είτε σαν μπουζουξήδες, είτε σαν ολοκληρωμένες λαϊκές ορχήστρες με σαντούρι, βιολί, μπουζούκι και άλλα όργανα.»

Ο καραγκιοζοπαίκτης-τραγουδιστής Σωτήρης Καπρούλιας αναφέρει:

«Στη μουσική του μπερντέ του Χρήστου Χαρίδημου, όταν τραγουδιστής ήμουν εγώ, έπαιζε κάποιος ρεμπέτης ονόματι Ογδοντάκης, που τον είχαμε βρει σε μια ταβέρνα της Τρούμπας.»

Ο γιος του καραγκιοζοπαίκτη Χρήστου Χαρίδημου και αδερφός του Γιώργου, Σωτήρης Χαρίδημος αναφέρει:

«Κάποτε ο καραγκιοζοπαίχτης Μάρκος Ξάνθος έπαιζε μαζί με το Γιακουμή (Ιάκωβο Μοντανάρη), που έγραψε το τραγούδι για τον Αθανασόπουλο, περίφημο έγκλημα της εποχής, όταν νύφη και πεθερά σκότωσαν το γαμπρό: («Καημένε Αθανασόπουλε τι σου ‘μελλε να πάθεις, από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις»). Παίζανε στα Πιθαράδικα.»

Ο λαϊκός συνθέτης και τραγουδιστής Γιώργος Μπουράς διηγείται:

«Πριν πάρω μπουζούκι, στη Καλλονή όταν έπαιζα το μαντολίνο, γνώρισα κάποιο πλανόδιο καραγκιοζοπαίχτη που είχε έρθει εκεί και μου λέει αν θέλω να παίξω μαζί του για καμιά εβδομάδα με πληρωμή. Πίσω στα πράματά του είδα ότι είχε ένα κιθαρόμπασο. Του λέω κυρ’ Κώστα θα παίξω όλη τη εβδομάδα και η πλερωμή μου θα είναι το κιθαρομπούζουκο. Εντάξει λέει, άρχισα να παίζω με αυτό.»

Ο καραγκιοζοπαίκτης-τραγουδιστής Ευστράτιος Μελλίδης (Τάκης) διηγείται:

«Πολύ φίλος ήμουν με τον Παπασιδέρη που ερχόταν κι αυτός και τραγούδαγε μαζί μου και με τον καραγκιοζοπαίχτη τον Σπύρο τον Κούζαρο, που ήταν κωμικός και καλός άνθρωπος και κάποτε στην Κερατέα κάναμε 1.200 εισιτήρια.»

Ο ρεμπέτης Τάκης Μπίνης διηγείται μια αστεία περίπτωση:

«Όταν ήμουν παιδί του δημοτικού σχολείου, η μάνα μου, μου έδινε κάθε Κυριακή μια δραχμή και πήγαινα στον Καραγκιόζη. Είχα δει πολλές παραστάσεις του Καραγκιόζη, αλλά αυτή που με είχε εντυπωσιάσει και έμεινε χαραγμένη μέχρι σήμερα στο μυαλό μου ήταν αυτή που ο Καραγκιόζης είχε απαγάγει το παιδί του Βεζίρη για να ζητήσει λύτρα. Ο Καραγκιόζης είχε μπει κρυφά στο σαράι του Βεζίρη, ξεμονάχιασε το μικρό βεζυρόπουλο και του έλεγε την ιστορία ενός βασιλόπουλου που καβάλα στο άλογο του έκλεψε τη βασιλοπούλα. Άρχισε ο Καραγκιόζης να περπατά με τα τέσσερα παριστάνοντας το άλογο κι έβαλε στην πλάτη του το βεζυρόπουλο, σαν να ήταν το βασιλόπουλο, και φώναζε "τάκα τάκα τα πεταλάκια, ντρίνγκι ντρίνγκι τα κουδουνάκια". (Σημ. πρόκειται για την παράσταση «Ο χριστιανομάχος».
Πέρασαν από τότε είκοσι χρόνια και ήταν χειμώνας του 1949-50, ήμουν 26 στα 27 χρόνια μου και δούλευα με τον Μανώλη Χιώτη στο πρώτο κοσμικό κέντρο της τότε Αθήνας, στο "ΠΙΓΚΑΛΣ", Πατησίων 14. Η συνεργασία και η φιλία μας με τον Χιώτη ήταν μακρόχρονη και εγώ ήμουν στο ζενίθ της καριέρας μου, είχα κάνει πάρα πολλές επιτυχίες με όλους τους παλιούς συνθέτες και αρκετές με τον Χιώτη. Εγώ έμενα σ' ένα ξενοδοχείο στην πλατεία Βάθης κι ο Χιώτης είχε ένα ωραίο διαμέρισμα στην οδό Ιπποκράτους, όπου περνούσαμε τα απογεύματα μας και κάναμε πρόβες. Ένα βράδυ στο μαγαζί μου είπε ο Χιώτης. "Αύριο έλα πιο νωρίς στο σπίτι για να σου περάσω ένα καινούριο τραγούδι που θα κάνει μπαμ". Πράγματι, μόλις ξύπνησα πήρα ταξί και πήγα στο σπίτι του Χιώτη. Ήπιαμε καφέ, φουμάραμε καμιά δεκαριά τσιγάρα και μετά του είπα. "Είμαι έτοιμος ν' ακούσω το τραγούδι που θα κάνει μπαμ". Παίρνει ο Χιώτης το μπουζούκι στα χέρια του, τρίχορδο τότε, κάνει μια πολύ δύσκολη εισαγωγή κι αρχίζει να τραγουδά: "Για να βρεις κυρά μου γούστα, πάμε τσάρκα με τη σούστα, να κρατάς το χαλινάρι, όλο σκέρτσο και καμάρι, τάκα τάκα τα πεταλάκια, ντρίνγκι ντρίνγκι τα κουδουνάκια". Εγώ μόλις άκουσα το τάκα τάκα τα πεταλάκια μού 'ρθε στον νου ο Καραγκιόζης κι αμέσως φούντωσε το κεφάλι μου και του είπα: "Άντε χάσου ρε κι εσύ και το τραγούδι σου, τις σαχλαμάρες του Καραγκιόζη να τις πεις εσύ, όχι εγώ". Ο Χιώτης με κοίταζε έκπληκτος, ενώ εγώ του έκλεισα την πόρτα με δύναμη κι έφυγα. Το βράδυ στο μαγαζί ο Χιώτης μου είπε: "Ρε Τάκη, τρελάθηκες; Εξήγησε μου τι συμβαίνει; Γιατί κοπάνησες την πόρτα έτσι κι έφυγες". Κι εγώ του απάντησα: "Μανώλη, όσα τραγούδια έχω πει μέχρι τώρα είναι όλα παλικαρίσια κι έγιναν τα πιο πολλά σουξέ, τώρα θέλεις να γελοιοποιηθώ τραγουδώντας το τραγούδι του Καραγκιόζη;", και του είπα την παράσταση που είχα δει πιτσιρίκος με τον Καραγκιόζη. Ο Χιώτης, που ήταν πολύ πιο έξυπνος και ήρεμος από μένα, προσπάθησε να με πείσει πως το τραγούδι ήταν καλό και θα γινόταν επιτυχία, αλλά εγώ ήμουν ανένδοτος. Τα επόμενα βράδια δεν του 'λεγα ούτε καλησπέρα, δεν ξέρω πως μου 'χε κολλήσει η ιδέα πως το τραγούδι ήταν γελοίο. Ένα απόγευμα, στο μπαράκι του Μάριου, Ίωνος 6, που ήταν το στέκι μας, με φώναξε ο Σπύρος Περιστέρης που ήταν ο μαέστρος της εταιρίας Οdeon του Μάτσα και μου είπε: "Την Πέμπτη να είσαι έτοιμος να βάλεις το τραγούδι του Χιώτη" "Κυρ Σπύρο -του είπα- δεν το λέω αυτό το ανόητο τραγούδι". Ο Περιστέρης θυμωμένος μου είπε: "θα το πεις και θα το χορέψεις". Το βράδυ στη δουλειά μου είπε ο Χιώτης: " Έλα αύριο να περάσεις το τραγούδι γιατί την Πέμπτη έχουμε φωνοληψία". Έκανα τον βαρύ - δεν του απάντησα. Την άλλη μέρα πήγα στον Μίνω Μάτσα, που ήταν στην Αττική αγορά στη Σταδίου, και του παραπονέθηκα πως δεν μου ταίριαζε αυτό το τραγούδι. Ο αείμνηστος Μίνως Μάτσας μου φέρθηκε σαν πατέρας. "Κάτσε κάτω Δημητράκη", μου είπε και μου έδειξε την καρέκλα απέναντι του. "Οι καλλιτέχνες κάνουν καριέρα και φεύγοντας τα χρόνια φεύγουν κι αυτοί γιατί έρχονται άλλοι. Όσοι όμως δεν έχουν μυαλό φεύγουν πριν την ώρα τους γιατί μπαίνουν στο ράφι, κατάλαβες παιδί μου; Λοιπόν, την Πέμπτη θα είσαι έτοιμος να γράψεις το τραγούδι του Χιώτη και αν είναι καλό ή κακό το τραγούδι είναι δική μου δουλειά". Αυτά μου είπε ο Μάτσας κι εγώ με σκυμμένο κεφάλι έφυγα.
Την Πέμπτη πήγα πρωί στο στούντιο, μετά τη δουλειά, άυπνος και μισομεθυσμένος. "Αρχίζουμε με τα πεταλάκια", είπε ο ηχολήπτης, ο αξέχαστος Αρεταίος. Ήταν μαζί μου και η Άννα Χρυσάφη για να κάνει δεύτερες φωνές στα ρεφρέν. Στο μυαλό μου στριφογύριζαν διάφορες σκέψεις, πώς να το χαλάσω αυτό το άθλιο τραγούδι. Χάλασα δυο κεριά με διάφορα φάλτσα, αλλά στο τρίτο βλέπω τον Μάτσα και βγαίνει από τα ηχοληπτικά μηχανήματα και αγριεμένος μου είπε: "Όχι άλλο κερί Μπίνη, ότι βγει αυτό θα μείνει, λοιπόν πρόσεξε". Το είπα και για κακή μου τύχη βγήκε πολύ καλό που καλύτερα δε θα μπορούσα να το πω. Τελείωσα και κάτι άλλα τραγούδια που είχα να πω και απόγευμα μπήκα στο λεωφορείο και κατέβηκα στην Ομόνοια, άναψα ένα κεράκι και προσευχήθηκα να μην πουληθεί ούτε ένας δίσκος για να δικαιωθώ τουλάχιστον στον Χιώτη. Σε δεκαπέντε μέρες κυκλοφόρησε ο δίσκος και τα δύο-τρία δισκάδικα που υπήρχαν τότε στην Αθήνα δεν πουλούσαν ούτε για τα μάτια έναν δίσκο. Εγώ χαιρόμουν και εξακολουθούσα να παρακαλώ τον θεό να μην πουληθεί δίσκος. Ήταν αρχές Φεβρουαρίου 1950 όταν έκανα το τελευταίο πέρασμα από τα δισκάδικα να μάθω νεότερα και με μεγάλη λύπη άκουσα τον πρώτο δισκοπώλη να μου λέει πως είχε πέντε δίσκους και πουλήθηκαν, οπότε παρήγγειλε άλλους δέκα. Στο δεύτερο δισκάδικο τα ίδια, είχε επτά δίσκους και τού 'μεινε ένας και ήταν έτοιμος για παραγγελία. Άρχισα να ανησυχώ, περίεργο ύστερα οπό τρεις μήνες πουλήθηκαν οι δίσκοι. Τηλεφώνησα σε γνωστό μου δισκάδικο στη Θεσσαλονίκη και μου είπαν τα ίδια, δηλ. "είχαμε δέκα δίσκους και φύγανε αυτήν την εβδομάδα". Σε λίγες μέρες έπρεπε να πάω στο στούντιο να γραμμοφωνήσω δύο τραγούδια του Τσιτσάνη.
Ήταν Τρίτη και 13 Φεβρουαρίου, μέρα που μού 'φυγε η μαγκιά και ο εγωισμός. Πήγα πρώτος στο στούντιο, πρωί-πρωί μετά τη δουλειά, και είπα της κυρά Λένης που είχε τον μπουφέ: "Κυρά Λένη, φτιάξε μου έναν καφέ πικρό να συνέλθω". Άκουσα την πρέσα του εργοστασίου να δουλεύει και ρώτησα την κυρά Λένη: "Ξενύχτι είχατε, ακούω την πρέσα να δουλεύει", και μου είπε: "Ναι, από χθες κόβουν μεγάλη παραγγελία για την Οdeon". Αφήνω τον καφέ και πάω στην πρέσα να μάθω ποιο τραγούδι ήταν αυτό. "Καλημέρα κυρ Κώστα", λέω σ' ένα τεχνικό, "τι βλέπω εδώ, χιλιάδες δίσκοι, ποιο τραγούδι είναι;". "Εσύ είσαι, κύριε Μπίνη, με τα πεταλάκια, έχουμε επείγουσα παραγγελία πέντε χιλιάδες δίσκους". Λύγισαν τα γόνατα μου, μού 'ρθε ζάλη στο κεφάλι και πάω στον μπουφέ και λέω της κυρά Λένης: "Φτιάξε μου κι άλλο καφέ σκέτο φαρμάκι". Το βράδυ στο μαγαζί ο Χιώτης χαρούμενος και καμαρωτός μου είπε: "Εξυπνάκια και χοντροκέφαλε, τά 'μαθες τα νέα;". "Δεν ξέρω τίποτα", του είπα. "Ε, πώς, αφού είχες φωνοληψία και ήσουν στο εργοστάσιο, δεν έμαθες τίποτα;". Εγώ έκανα πάλι τον ανήξερο. "Πέντε χιλιάδες δίσκοι κόπηκαν και πάμε για άλλους πέντε χιλιάδες". Δέκα χιλιάδες και άνω εκείνη την εποχή ήταν ρεκόρ. Σε λίγες μέρες άρχισαν να το ζητούν οι πελάτες στο μαγαζί και αναγκαστικά έπρεπε να το τραγουδώ. Ήρθε βραδιά που το τραγούδησα πέντε-έξι φορές, δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς γιατί οι παραγγελίες τότε ήταν πληρωμένες.
Όταν μια μέρα πήγα στον Μάτσα για να πληρωθώ, μου είπε ο Μάτσας ειρωνικά: "Τι χαμπάρια, Δημητράκη; Έμαθες πως πρέπει να μετράς πρώτα το πάπλωμα και μετά ν' απλώνεις τα πόδια σου;". Το ίδιο ειρωνικά μου μίλησε κι ο μαέστρος Περιστέρης. Το 1951 το τραγούδι αυτό είχε περάσει τις είκοσι χιλιάδες και το τραγουδούσε όλη η Ελλάδα, ακόμη και τα παιδιά του σχολείου.»

Αξίζει ν’ αναφερθεί ότι ένα επιθεωρησιακό ρεμπέτικο μάλιστα αναφέρεται στους χαρακτήρες του θεάτρου σκιών Σταύρακα και Νώντα. Ηχογραφήθηκε το 1935 με τίτλο «Ο Σταύρακας μες στον τεκέ». Πρόκειται για σύνθεση του σπουδαίου συνθέτη του ρεμπέτικου τραγουδιού Σπύρου Περιστέρη με μπουζουξή τον ρεμπέτη Φραγκίσκο Ζουριδάκη, γνωστό με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Σταύρο Τζουρά.

Ο ηθοποιός Πέτρος Κυριακός (1899 – 11/6/1984) γνωστός ως «Πετράν», πριν ακόμα γίνει γνωστός ήταν τραγουδιστής στον Αντώνη Μόλλα. Μάλιστα είχε αναφέρει ότι ήταν πολύτιμη η συνεργασία του με το Μόλλα καθώς αργότερα αναδείχτηκε στην αθηναϊκή επιθεώρηση. Επίσης σχεδίαζε και σκάλιζε φιγούρες. Η συνεργασία αυτή κράτησε μέχρι το 1917 ή 1918. Προτού γίνει η γνωριμία με το Μόλλα, έπαιζε ερασιτεχνικές παραστάσεις στη γειτονιά του, στο Μεταξουργείο.
Ο Πέτρος Κυριακός σε σχετική συνέντευξη αναφέρει:

« - Έτσι το έριξα στον Καραγκιόζη. Έφτιαχνα φιγούρες, τις πουλούσα στα παιδιά πενταροδεκάρες, έδινα και καμιά παράσταση, όλη τραγουδιστή, γιατί ήμουνα καλλίφωνος. Και ξαφνικά, εκεί που χρωστούσαμε δυο νοίκια κι η μάνα ξενόπλενε, έρχεται στο φτωχικό μας ένας αψηλός με μπαστουνάκι. «Ξέρεις ποιος είμαι ‘γω;» μου λέει. «Ο Αντώνης ο Μόλλας. Έμαθα πως είσαι μάστορας στις φιγούρες». Βλέπει τα έργα μου, μου παραγγέλνει όλο το καραγκιοζοβασίλειο και μου σκάει τρία κολλαριστά κατοστάρικα! Τρελαθήκαμε στο σπίτι. Πήγαμε στο μαγέρικο και φάγαμε κρέας με πατάτες, δεκαπέντε λεφτά η μερίδα. Την άλλη μέρα πλερώσαμε δυο νοίκια, δεκατέσσερις δραχμές, παράγγειλα και το πρώτο μου κοστούμι, οκτώ δίφραγγα. Χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα σχεδιαστής και τραγουδιστής στου Μόλλα. Θυμάμαι που δεν ήξερα γράμματα, μόνο λίγο συλλάβιζα και παρακαλούσα τον άγνωστο τότε Κώστα Βάρναλη να μας γράφει το πρόγραμμα που τοιχοκολλούσαμε.
-         Τι μεροκάματο παίρνατε;
-         Ένα εικοσιπεντάρικο την ημέρα, αρκετό ν’ αφήσει η μάνα τη σκάφη, αλλά να μάθω κι εγώ το μπαρμπούτι…
-         Πέρασες καλά με τον Μόλλα;
-         Αν πέρασα, λέει. Με γλίτωνε από την πείνα. Άνοιγε η καρδιά μου τα βράδια του καλοκαιριού τραγουδώντας πίσω από το πανί. Θυμάμαι πρώτα είμαστε κοντά στο Πανόραμα στο Στάδιο, με λύχνους που καπνίζανε. Μετά στη Δεξαμενή βάλαμε ηλεκτρικούς γλόμπους. Ο Μόλλας ήταν πιο αναλφάβητος από μένα, αλλά διάσημος. Έπαιρνε εκατόν πενήντα δραχμές την ημέρα. Παίζαμε και στο παλάτι για τους πρίγκιπες. Τι τα θέλεις, γυρίζοντας από το παλάτι στο Μεταξουργείο ένιωθα πως ήμουνα κάτι σαν… Κάλλας της εποχής.»

Πολλές φορές οι παραστάσεις είχαν συνοδεία λατέρνας, κυρίως του Νίκου Αρμάου.

Ο πρώτος που έβαλε μουσική από πλάκες γραμμοφώνου στις παραστάσεις του ήταν ο Ντίνος Θεοδωρόπουλος. Μάλιστα πολλοί πήγαιναν στο θέατρο όπου έπαιζε για να ακούσουν τα τραγούδια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου